καδρόνι

καδρόνι
1) beam
2) rafter

Ελληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary). 2015.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • καδρόνι — το ξύλινο τετράπλευρο δοκάρι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. quadrone] …   Dictionary of Greek

  • καδρόνι — το (λ. ιταλ.), ξύλινη δοκός τετράπλευρη: Βάλαμε μερικά καδρόνια να στηρίξουμε το μπαλκόνι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • καδρονιάζω — [καδρόνι] 1. στρώνω επιφάνεια με καδρόνια 2. τετραγωνίζω ακατέργαστα δοκάρια, διαμορφώνω σε καδρόνια …   Dictionary of Greek

  • στυμών — όνος, ὁ, Α πιθ. δοκός, καδρόνι τής οροφής …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”